Η ένταξη δεν είναι χειροκρότημα, είναι δημόσια πολιτική και διαρκής αγώνας
*Από την έντυπη έκδοση του Documento της 30/11/2025
Η πρόσφατη διάκριση του Ανδρέα Τεττέη από τη FIFA, ως Πρεσβευτή κατά του Ρατσισμού, υπενθυμίζει κάτι απλό: η Ελλάδα μεγαλώνει όταν χωράει. Ο νεαρός ποδοσφαιριστής ξεχωρίζει στο γήπεδο για την ποιότητα και έξω από αυτό για τη στάση του. Παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών, που με τον Νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για την ιθαγένεια (Ν. 4332/2015) είδαν επιτέλους την Πολιτεία να αναγνωρίζει μια αυτονόητη αλήθεια: αν έχεις γεννηθεί ή μεγαλώσει εδώ, αν φοίτησες στα σχολεία μας, τότε λογίζεσαι ισότιμα πολίτης της χώρας.
Η βράβευση δεν είναι απλώς μια ωραία ιστορία. Είναι αφορμή να ξαναμιλήσουμε σοβαρά για την ένταξη, όχι ως φιλανθρωπία ή επικοινωνία, αλλά ως συνεκτική δημόσια πολιτική.

Ας ξεκινήσουμε από το αυτονόητο που συχνά θάβεται πίσω από συνθήματα: η ασφάλεια δεν είναι αντίπαλη της ένταξης. Γίνεται πραγματική όταν η ένταξη δουλεύει. Εκεί όπου υπάρχουν καθαροί κανόνες για εκπαίδευση, εργασία, υγεία, στέγη, εκεί μειώνονται οι γκρίζες ζώνες, περιορίζεται η μαύρη εργασία, χτίζεται κοινωνική συνοχή. Το αντίθετο, η διαρκής εκκρεμότητα δηλαδή, γεννά ανασφάλεια για όλους. Τα τελευταία χρόνια, η Πολιτεία προτίμησε το δεύτερο αντί για καθημερινή δουλειά στην ένταξη: γλώσσα, πιστοποίηση δεξιοτήτων και προσόντων, ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας, συμμετοχή στα κοινά. Το αποτέλεσμα είναι μια επικίνδυνη παγίδα.
Είναι κρίσιμο να ειπωθεί ότι η μακρόχρονη παραμονή ανθρώπων σε καθεστώς «γκρίζας ζώνης» ή απλώς ανανεούμενων αδειών διαμονής χωρίς ισχυρά δικαιώματα είναι μια άδικη και αδιέξοδη στρατηγική. Έχει ως αποτέλεσμα να μεταφέρεται η εξουσία αποφάσεων στους πιο ισχυρούς κρίκους της αλυσίδας: στον εργοδότη που «κρατά» το χαρτί, στον ιδιοκτήτη που εκβιάζει με υπερβολικά ενοίκια, στον μεσάζοντα που πουλά δήθεν «λύσεις» με το αζημίωτο.
Η ένταξη, λοιπόν, οφείλει να είναι μια αλληλουχία σταδίων με διαφάνεια, προθεσμίες και αξιολόγηση. Πρώτον, γλώσσα και συμμετοχή: εντατικά δωρεάν μαθήματα ελληνικών για ενήλικες, τάξεις υποδοχής και διαπολιτισμικοί μεσολαβητές στα σχολεία. Δεύτερον, εργασία με κανόνες: στους κλάδους με υψηλή συγκέντρωση μεταναστών (αγροτική εργασία, εστίαση, logistics, φροντίδα), αυστηροί έλεγχοι με κυρώσεις στους παραβάτες. Τρίτον, στέγη και ενέργεια: προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών για χαμηλά εισοδήματα και ενεργειακές κοινότητες. Τέταρτον, προβλέψιμες διαδικασίες νομιμοποίησης και ιθαγένειας: διαφανή κριτήρια, δεσμευτικές προθεσμίες. Διαδικασίες δίκαιες, διαφανείς, χωρίς αναίτιους και αυθαίρετους αποκλεισμούς.
Είναι σαφές σε όσους γνωρίζουν το πεδίο, ότι η ένταξη είναι μια καθημερινή υπόθεση. Στις τοπικές κοινωνίες, κυρίως στην επαρχία, λειτουργεί με λεπτομέρειες: με το αν βγαίνει ραντεβού για άδεια διαμονής, αν η έκδοσή της καθυστερεί δύο χρόνια στερώντας κρίσιμα δικαιώματα, αν υπάρχει διερμηνεία στο Κέντρο Κοινότητας, αν υπάρχουν τα απαιτούμενα ένσημα για τις ανανεώσεις, αν το σπίτι είναι παλιό και κινδυνεύει στις φυσικές καταστροφές, κλπ.
Τι σημαίνει, λοιπόν, προοδευτική πολιτική ένταξης σήμερα; Σημαίνει να κάνουμε θεσμό το αυτονόητο και να το μετράμε: καμία μεγάλη δημοτική παρέμβαση χωρίς συμμετοχή Συμβουλίου Ένταξης, καμία δημόσια πολιτική χωρίς ρήτρα μη διάκρισης. Σταθερή συνεργασία κράτους, Δήμων, κοινωνίας πολιτών με οριζόντιες δράσεις, πόρους,λογοδοσία.
Ο Ανδρέας Τεττέη δεν μας καλεί να χειροκροτήσουμε μια εξαίρεση. Μας καλεί να την μετατρέψουμε σε κανόνα. Αυτό, δηλαδή, που μας έχει δείξει σε όλους τους τομείς και έχει κερδίσει «με το σπαθί της» η δεύτερη γενιά μεταναστών στην Ελλάδα.
Να γίνουμε χώρα που δεν «αντέχει» απλώς τη διαφορετικότητα, αλλά την αγκαλιάζει και «κερδίζει» από αυτήν. Μια χώρα όπου το παιδί που γεννιέται ή μεγαλώνει εδώ δεν χρειάζεται βραβείο, ή να παίξει στο NBA, για να θεωρηθεί «δικό μας», όπου κανείς δεν ζει επ’ άπειρον στο κενό. Και τότε θα έχουμε πράγματι μια Ελλάδα που μεγαλώνει, επειδή χωράει.

